- αρρενογονία
- ητο να γεννά κανείς αρσενικά παιδιά· «συγγένεια από αρρενογονία», συγγένεια που προέρχεται από αρσενικά παιδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρρενογονία — η (Α ἀρρενογονία) [αρρενογόνος] η γέννηση αρσενικών παιδιών … Dictionary of Greek
ἀρρενογονίας — ἀρρενογονίᾱς , ἀρρενογονία begetting fem acc pl ἀρρενογονίᾱς , ἀρρενογονία begetting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενογονίαν — ἀρρενογονίᾱν , ἀρρενογονία begetting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρογένεια — ἀνδρογένεια, η (Α) κατ’ αρρενογονία, από αρρενογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανδρογενής < ανήρ, ανδρός + γενής < γένος] … Dictionary of Greek
αρρενογόνος — α, ο (Α ἀρρενογόνος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει σχέση με την αρρενογονία αρχ. 1. αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά 2. ως ουσ. τό ἀρρενογόνον ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + γόνος < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
κουρογονία — κουρογονία, ιων. τ. κουρογονίη, ἡ (Α) η γέννηση αρσενικών παιδιών, αρρενογονία («κουρογονίη καὶ θηλυγονίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, τεκνο γονία] … Dictionary of Greek
σερνικοβότανο — και αρσενικοβότανο, το, Ν κοινή ονομασία διαφόρων ορχιδωδών φυτών που απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, ιδίως τού γνωστού με τη λόγια ονομασία ὄρχις ο άρρην, κν. σαλέπι, και τών οποίων τις κονδυλώδεις ρίζες και τον ζωμό τους η λαϊκή παράδοση θεωρεί,… … Dictionary of Greek
Βαλουά — I (Valois). Βασιλικός οίκος της Γαλλίας, που είχε την εξουσία από το 1328 έως το 1589, κλάδος του γαλλικού βασιλικού οίκου των Καπετιδών. Η δυναστεία άρχισε με τον Κάρολο, τριτότοκο γιο του Φιλίππου Γ’, στον οποίο το 1285 δόθηκε η κομητεία του Β … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek